λουλάκι

λουλάκι
Βλ. λ. ινδικό.
* * *
το (AM λουλάκιον, Μ και λουλάκιν)
ονομασία, κοινή σήμερα, τής κυανής χρωστικής ινδικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. līlak].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λουλάκι — το ιού, γαλάζια χρωστική ουσία που βγαίνει από το φυτό ινδικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λουλακιάζω — [λουλάκι] βάζω ασπρόρουχα σε διάλυμα λουλακιού για να αποκτήσουν ελαφρώς κυανό χρώμα …   Dictionary of Greek

  • λουλακής — ιά, ί [λουλάκι] 1. αυτός που έχει το χρώμα τού λουλακιού, ανοιχτογάλαζος 2. το ουδ. ως ουσ. το λουλακί το χρώμα τού λουλακιού …   Dictionary of Greek

  • Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… …   Dictionary of Greek

  • Evagoras Karageorgis — Infobox Musical artist Name = Evagoras Karageorgis Img capt = Evagoras Karageorgis playing lute Birth name = Evagoras Karageorgis Born = birth date and age|1957|12|20 Tsada, Paphos Origin = Cyprus Occupation = composer, songwriter, lute… …   Wikipedia

  • βαφικός — ή, ό (AM βαφικός, ή, όν) [βαφή] ο κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί στη βαφή, ως χρωστική ουσία («βαφικά βότανα», «βαφικές ουσίες») νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) βαφικά, τα τα απαραίτητα σύνεργα και υλικά για να βαφτεί ο ηθοποιός πριν απ την… …   Dictionary of Greek

  • γαλαζώνω — [γαλάζιος] 1. φαίνομαι γαλάζιος 2. μελανιάζω, μπλαβίζω («γαλάζωσαν τα χείλη του απ το κρύο») 3. δίνω γαλάζιο χρώμα σε κάτι («έσκασ ο ήλιος, γαλάζωσε τον ουρανό») 4. περνώ ρούχα με λουλάκι, λουλακιάζω 5. ραντίζω με γαλαζόπετρα* …   Dictionary of Greek

  • ινδικάνη — Γλυκοζίτης του τύπου C14H17O6N.3Η2Ο, που βρίσκεται στα φυτά του γένους της ινδικοφόρου (είδος θάμνου της Αμερικής και της Ασίας). Είναι άχρωμη ουσία, με σημείο τήξης 57°C, διαλυτή στο νερό και αποτελεί το κύριο συστατικό του ινδικού (λουλάκι). Η… …   Dictionary of Greek

  • ινδικό — Χρωστική ουσία, γνωστή επίσης με την ονομασία λουλάκι. Έχει γαλάζιο χρώμα, παράγεται από τα φύλλα της ινδικοφόρου και χρησιμοποιείται στη βαφική. Το ι. ήταν γνωστό στην Ανατολή (Ινδία, Ιάβα, Κίνα) από τους αρχαίους χρόνους, αλλά διαδόθηκε στην… …   Dictionary of Greek

  • ινδικός — ή, ό (ΑΜ ινδικός, ή, όν, Α θηλ. και Ινδίς) [Ινδός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ινδία ή στους Ινδούς 2. αυτός που προέρχεται από την Ινδία 3. το ουδ. ως ουσ. το ινδικό(ν) κυανή χρωστική ουσία που εξάγεται από το φυτό ινδικοφόρος η βαφική …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”